- παναλάστωρ
- πᾰν-ᾰλάστωρ, ορος, ὁ, strengthd. for ἀλάστωρ, AP9.269 (Antip. Thess.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναλάστωρ — παναλάστωρ, ορος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) καταστρεπτικότατος, βλαπτικότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀλάστωρ] … Dictionary of Greek
παναλάστωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)